- ανταπαμείβομαι
- ἀνταπαμείβομαι (Α)ανταποκρίνομαι, υπακούω κι εγώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνταπαμειβομένους — ἀνταπαμείβομαι obey in turn pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)